Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Από τον Αλιέντε στον……Βιργήλιο


Του Σταμάτη Μπατζιακούδη

Έχουν περάσει 48 χρόνια από το αιματηρο πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοτσέτ ενάντια στην δημοκρατικά εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε και 28 χρόνια από την στιγμή που το καθεστώς του έδωσε τη θέση του στην αστική δημοκρατία.
 Χωρίς ωστόσο ο ίδιος να λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη  για τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους και για τα πολύ περισσότερα βασανιστήρια  από το αυταρχικό του καθεστώς, παρά τα διεθνή εντάλματα σύλληψης χωρών όπως η Ισπανία. Στο μεταξύ όπως είναι λογικό η διεθνής σκακιέρα έχει αλλάξει άρδην.

 Οι στρατιωτικές χούντες ανά τον κόσμο έχουν δώσει τη θέση τους στο κοινοβουλευτισμό. Τα παλαι ποτέ κράτη του Υπαρκτού σοσιαλισμού πλέον δεν υφίστανται , η αντεπανάσταση είναι πλέον γεγονός, η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο κάνει την εμφάνιση της μόνο στην επέτειο της αντιφασιστικής νίκης και η διεθνής καπιταλιστική ολιγαρχία μετα το πρωτοφανές πλιάτσικο και τη καταλύστεψη των χωρών αυτών, ανήγγειλε  μέσω των πειθήνιων οργάνων της το τέλος της ιστορίας και των ταξικών συγκρούσεων. 

Ο 21ος αιώνας φαινόταν στα μάτια πολλών ως ο προάγγελος της ειρήνης, της ευημερίας και της συμφιλίωσης των ανθρώπων με την διεθνη, χρηματοπιστωτική ολιγαρχία να κινεί τα νήματα της αλλαγής αυτής,  τρέφοντας αυταπάτες στην εργατική τάξη που σύντομα –πρίν καν περάσει το κατώφλι του 21ου, θα διαλύονταν στα μάτια της σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. 

Επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, κατάρρευση των Ασιατικών Αγορών, επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών κρατών στην Μέση Ανατολή για να ¨διδάξουν¨ δημοκρατία, παγκόσμια δομική καπιταλιστική κρίση του 2008, μετατροπή της ΕΕ από ¨Ευρώπη των Λαών¨, όπως κάποιο διατύνονταν σε σύγχρονο κακέκτυπο της Ιεράς Συμμαχίας υπο καθεστώς νεοφιλελεύθερης νομενκλατούρας, κ.ο.κ. πόσο μακριά βρίσκεται η κατάσταση αυτή από το τέλος της ιστορίας που οραματίζονταν οι πρώιμοι δημιουργοί και εμπνευστές του άραγε; 

Μέσα σε όλη αυτή την ζοφερή για τους  λαούς κατάσταση και το τσάκισμα των απανταχού αυταπατών ο ρόλος της Αριστεράς και του κοινωνικού μετασχηματισμού της κοινωνίας υπέρ των λαϊκών μαζών επανανοηματοδοτείται, παίρνει σάρκα και οστά. Η απανταχού αριστερά βρίσκεται σε δίλημμα τακτικής και στρατηγικής για την πραγμάτωση των χειραφετικών επιδιώξεων της ,προκειμένου δηλαδή είτε να  βγεί  μια και καλή από την άκρη και να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, είτε να παραμείνει στο περιθώριο.

 Επανάσταση η μεταρρύθμιση λοιπόν ; Βίαιο τσάσκισμα του κρατικου μηχανισμού μέσω επανάστασης, ή αριστερή κυβέρνηση με σκοπό την αλλοίωση του κράτους από τα μέσα και δημοκρατικός δρομος προς το Σοσιαλισμο; Μπορεί ο τελευταίος να είναι το ίδιο αποτελεσματικός όπως η πρώτη; Τα ερωτηματα  αυτά πλανούνται  πάνω από τον διάλογο για την τακτική της Αριστεράς για πάνω από εκατό χρόνια, ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εμβαθύνουμαι σε αυτό το διάλογο εξετάζοντας την πρώτη απόπειρα κυβέρνησης να φτάσει στο σοσιαλισμό μέσω της δημοκρατικής οδού. Της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή υπο τον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε.
         
Η διεθνής συγκυρία 

Για να εξηγήσουμε την ανάδειξη της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας πρέπει να αναδείξουμε πέρα από τους αγώνες του Χιλιανού Λαού και τη διεθνή συγκυρία  που επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση των συσχετισμών.

Οι προοδευτικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, έβγαζαν τον κόσμο από το Β’ ΠΠ την προωθητική δύναμη της εργατικής τάξης σαφώς ενισχυμένη. Ο σοσιαλισμός σε ένα κράτος ήταν πλέον παρελθόν. Τα σοσιαλιστικά κράτη που προέκυψαν έφταναν από τα σύνορα  της ΕΣΣΔ ως το Βερολίνο και από τη βαλτική ως την οροσειρά της Ροδόπης, ενώ στη δυτική Ευρώπη τα ΚΚ είχαν αυξήσει υπερβολικά το κύρος τους όσο και την ιδεολογική επιρροή ακόμα και σε τμήματα του πληθυσμού που δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως Κομμουνιστές. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Παρίσι τα ξημερώματα της 5ης του Μάρτη του 1953 μετά την είδηση του θανάτου του Ιωσήφ Στάλιν, ΓΓ του ΚΚΣΕ και ηγέτη της ΕΣΣΔ και του Σοβιετικού Λαού, που έδωσε περισσότερους από 27.000.000 νεκρούς στην  υπόθεση της συντριβής του Φασισμού. Το Παρίσι κηρύχτηκε σε κατάσταση πένθους για δέκα ημέρες , ενώ στις πόρτες της γαλλικής πρωτεύουσας ήταν ζωγραφισμένο με κόκκινη μπογιά το γράμμα V ( από το γαλλικό ρήμα vivre=ζω) διακηρύσσοντας ότι ο θάνατος του απελευθερωτή της Ευρώπης στα μάτια του παρισινού λαού δεν συνέβησε ποτέ.

 Στη Λατινική Αμερική κορυφαίο γεγονός αποτέλεσε η νίκη της κουβανέζικης επανάστασης το 1959 και η βαθμιαία μετεξέλιξή της από αντιδικτατορική και αντιιμπεριαλιστική σε σοσιαλιστική. Είχε προηγηθεί η ανατροπή της προοδευτικής κυβέρνησης του Αρμπενς στη Γουατεμάλα το 1954 από τους μισθοφόρους της CIA.

Το 1961 είναι η χρονιά όπου ξεκινούν και πάλι οι προσπάθειες του ένοπλου αγώνα στη Νικαράγουα με την ίδρυση του Σαντινιστικού Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης. Το ίδιο έτος, οι ΗΠΑ εξαγγέλλουν το πρόγραμμα «Συμμαχία για την Πρόοδο» προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω επαναστατικές εξάρσεις στην υποήπειρο.

Το 1961 είναι η χρονιά που αποτυγχάνει παταγωδώς η στρατιωτική επιχείρηση που οργάνωσε η CIA για να εισβάλει στην Κούβα στον Κόλπο των Χοίρων. Την ίδια χρονιά αρχίζει δειλά-δειλά το αντάρτικο στη Γουατεμάλα.

Το 1966 δολοφονείται στην Κολομβία ο επαναστάτης ιερέας Καμίλο Τόρρες ο οποίος είχε προσχωρήσει στις τάξεις του αντάρτικου.

Το 1967 δολοφονείται στη Βολιβία ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και διαλύεται το αντάρτικο κίνημα. Ωστόσο, μετά από τρία χρόνια ταραχών, το 1970 που θα έλθει στην κυβέρνηση και ο Αλιέντε, στη Βολιβία αναδεικνύεται μια πατρωτική στρατιωτική κυβέρνηση ενώ αντίστοιχη στρατιωτική κυβέρνηση συγκροτήθηκε στο Περού το 1968.

Το 1970 οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη για τα καλά μπλεγμένες στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η επέμβασή τους έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων σε όλο τον κόσμο και μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 Δύο χρόνια πριν, οι ΗΠΑ συγκλονίστηκαν από τις μεγάλες φοιτητικές και νεανικές διαδηλώσεις και το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, πάντως, είναι φανερό ότι πόλεμος στο Βιετνάμ θα λήξει με την επικράτηση των εθνικοαπελευθερωτικών δυνάμεων που επικεφαλής τους ήταν το Βιετναμέζικο ΚΚ. 

Στις διεθνείς εξελίξεις πρέπει να συνυπολογιστεί, δίχως άλλο, το επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ, γενικότερα ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και σε εκείνες του σοσιαλισμού. Μετά την κρίση των πυραύλων το 1962, η άνοδος του επαναστατικού αλλά και του φιλειρηνικού κινήματος σε όλο τον κόσμο, καθώς και η επιμονή της ΕΣΣΔ στην πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης απέδωσαν καρπούς. Το 1970 προετοιμάζεται ουσιαστικά η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη που συνήλθε τρία χρόνια μετά και διακήρυξε το απαραβίαστο των συνόρων στην Ευρώπη.


Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας (1970-1973)


O Αλιέντε ήρθε στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1970 σαν υποψήφιος ενός εκλογικού συνασπισμού έξι κομμάτων και οργανώσεων γνωστού ως Λαϊκή Ενότητα (Unidad Popular). Τα μεγαλύτερα κόμματα στο εσωτερικό της Λαϊκής Ενότητας ήταν το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αμφότερα αυτοπροσδιορίζονταν ως Μαρξιστικά και διεκδικούσαν την πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Επίσης συμμετείχε το μικρότερο σε μέγεθος Ενωμένο Κίνημα Λαϊκής Δράσης (MAPU). Πρόκειται για αντιφρονούσα αριστερή πτέρυγα των Χριστιανοδημοκρατών (CD),που βασίζονταν στην οργάνωση νεολαίας των δεύτερων , η οποία διασπάστηκε από το CD το 1969 ακριβώς για να διεκδικήσει μια εκλογική συμμαχία με την μαρξιστική αριστερά. 

Το Ριζοσπαστικό Κόμμα αποτελούσε το μεγαλύτερο μη μαρξιστικό κόμμα στην Λαϊκή Ενότητα και εκπροσωπούσε μεσοαστικά στοιχεία. Δύο μικρότερες μη μαρξιστικές οργανώσεις, το λαϊκιστικό Κόμμα Ανεξάρτητης Λαϊκής Δράσης (API) και οι Σοσιαλιστές Δημοκράτες (PSD), συμπληρώνουν τον κατάλογο των σημαντικότερων οργανώσεων στο εσωτερικό της Λαϊκής Ενότητας.

Στους κόλπους της επαναστατικής αριστεράς, υπήρχαν αμφιβολίες για το αν η ενωμένη αριστερά θα κατόρθωνε ποτέ να πάρει την εξουσία μέσω εκλογών. Αυτή την οπτική είχε κυρίως μια οργάνωση μαρξιστών φοιτητών, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1963 και ίδρυσαν το Κίνημα για την Επαναστατική Αριστερά (MIR) το 1965. Αυτοί οι νέοι επαναστάτες ήταν εμφανώς επηρεασμένοι από την επανάσταση στην Κούβα το 1959 αλλά και από τον επαναστατικό ρομαντισμό του Che Guevara. Οι απόψεις του MIR συχνά έβρισκαν ανταπόκριση στην εναπομείνασα αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένων και των  θέσεων που αφορούν τον εκλογικό δρόμο. Το MIR παρέμεινε επίσημα εκτός της Λαϊκής Ενότητας αλλά τελικά διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του 1972-73.

Η Λαϊκή Ενότητα αποτελούσε ένα ανομοιογενές μέτωπο δυνάμεων που απλωνόταν, από τις αριστερές παρυφές της πρώην οργάνωσης νεολαίας των χριστιανοδημοκρατών (MAPU) , ως την άκρα αριστερά και το τροτσκιστικό MIR , αφοσιωμένη στην επιδίωξη του εκλογικού δρόμου προς τον Σοσιαλισμό στην Χιλή. Υπήρχε μια μακρόχρονη παράδοση σε ένα μεγάλο μέρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, απόρριψης της ιδέας ότι ο Σοσιαλισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί στην Χιλή με άλλο τρόπο εκτός της επανάστασης, μια άποψη που αντικατοπτρίζονταν στις κομματικές διακηρύξεις. Όμως η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, αρνούμενη να διαχωρίσει τη θέση της από τον εκλογικό δρόμο του Αλιέντε, έδωσε αριστερή κάλυψη στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος.

Το εκλογικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας υποσχόταν μια σειρά από σημαντικά οικονομικά μέτρα, που περιελάμβαναν την εθνικοποίηση των υπό αμερικάνικο έλεγχο ορυχείων χαλκού της Χιλής, ιδιωτικών τραπεζών αλλά και ασφαλιστικών εταιρειών. Η εγκαθίδρυση «τομέα κοινωνικής ιδιοκτησίας» θα διασφάλιζε τον έλεγχο τόσο στα στρατηγικής σημασίας βιομηχανικά μονοπώλια, όσο και στις επιχειρήσεις του τομέα παροχής υπηρεσιών οι οποίες έχουν «μεγάλη επιρροή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του έθνους.»

Το περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής του Αλιέντε, μακριά από το να είναι σοσιαλιστικό, ήταν «ένα ορθόδοξο κεϋνσιανικό σχέδιο επανενεργοποίησης της οικονομίας. Δεν περιλάμβανε καμιά πρόκληση απέναντι στην κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το αντίθετο. Έδινε στους καπιταλιστές μια σειρά από εγγυήσεις και στους μεγαλοϊδιοκτήτες γης γενναίες αποζημιώσεις» 

Παρά το γεγονός ότι εθνικοποιούσε πλήρως τα ελεγχόμενα από Αμερικάνους ορυχεία χαλκού χωρίς αποζημίωση και με αυτό τον τρόπο ξαναπήρε τον έλεγχο της κυριότερης εξαγωγικής βιομηχανίας, η κυβέρνηση του Αλιέντε θέσπισε αυτό το μέτρο με την ομόφωνη υποστήριξη των Χριστιανοδημοκρατών που κατείχαν την πλειοψηφία στο Χιλιανό Κογκρέσο. Εκτός αυτού ο εργατικός έλεγχος ηταν πανταχού απών από οποιαδήποτε κρατικοποίηση σε οποιονδήποτε τομέα  έγινε, με αποτέλεσμα οι όποιες κρατικοποιήσεις  να μετατρέπονται σε απλή «νομικίστικη» αλλαγή των τίτλων ιδιοκτησίας από τον ιδιωτικό τομέα στο κρατικό.

Ο Αλιέντε ποτέ δεν ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με την αστική τάξη της Χιλής. Όταν η πρώτη απαίτησε ένα «μνημόνιο εγγυήσεων»  σαν προϋπόθεση για να επιτρέψουν στον Αλιέντε να πάρει την εξουσία, αυτός πρόθυμα υπέγραψε ένα κείμενο το οποίο δέσμευε την Λαϊκή Ενότητα να διατηρήσει τα κύρια όργανα του καπιταλιστικού κράτους.  Το καταστατικό προέβλεπε συγκεκριμένα:

1.Την διατήρηση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος μαζί με συνταγματικές εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών.
2.Την διατήρηση του υπάρχοντος νομικού συστήματος.
3.Την δημοκρατία θα έπρεπε να συνεχίσουν να εγγυώνται οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία.


Ο ρόλος της Χιλιανής Εργατικής Τάξης

Η κινητήρια δύναμη πίσω από την εκλογή του Αλιέντε υπήρξε η αναπτυσσόμενη μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών, μια μαχητικότητα που από τη μία έδωσε ώθηση για να ανέβει ο Αλιέντε στην εξουσία και από την άλλη απειλούσε την δυνατότητά του να συμβιβαστεί με τους αστούς. Η κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών του Frei η οποία κυβέρνησε το 1964-1970 ήλπιζε ότι με ήπιες μεταρρυθμίσεις θα αδυνάτιζε αυτή τη μαχητικότητα εργατών και αγροτών. Είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε απάντηση στην σε πολύ μικρή έκταση εφαρμογή του νόμου για αναδιανομή της γης της κυβέρνησης Frei, χιλιάδες χωρικοί απλά όργωναν την γη και την καταλάμβαναν. Άλλοι χωρικοί βρέθηκαν στις πόλεις σε αναζήτηση δουλειάς, όπου διαπίστωναν ότι οι υποσχέσεις της κυβέρνησης Frei για βιομηχανική ανάπτυξη ήταν τόσο κενές περιεχομένου, όσο και αυτές για αναδασμό της γης. Αυτοί οι χωρικοί συνδέθηκαν με προηγούμενα κύματα από «μετανάστες από την επαρχία [οι οποίοι] είχαν εγκατασταθεί σε εργατικές γειτονιές, χτίζοντας παραγκουπόλεις: είχαν αρχίσει να οργανώνονται και να παλεύουν για το δικαίωμα στην στέγαση και σε βασικές υπηρεσίες.» 
 Οι καταλήψεις γης τόσο σε χωράφια όσο και στις πόλεις εκτοξεύτηκαν από 24 το 1968 σε 194 το 1969.

Ακόμα πιο απειλητική για τους πλούσιους της Χιλής, η εργατική τάξη στις πόλεις μπήκε στη μάχη σε απάντηση στην δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Η Χιλιανή Ομοσπονδία Συνδικάτων, η Central Unica de Trabajadores (CUT), κάλεσε σε εθνική απεργία το 1967 για να εμποδίσει την απαίτηση του Frei να απαγορεύει το δικαίωμα στην απεργία σε κάθε νέο εργαζόμενο. Η επιτυχία της εθνικής απεργίας ανέβασε την αυτοπεποίθηση των εργατών για μάχη. Ο αριθμός των απεργιών ανέβηκε από το ήδη εντυπωσιακό αριθμό των 1.939 απεργιών με συμμετοχή 230.725 εργατών το 1969 σε 5.295 απεργίες με συμμετοχή 316.280 εργατών το 1970. Ο χαρακτήρας της μάχης άλλαξε επίσης. Οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια για την επίλυση των διαφορών τους με τα αφεντικά. Οι καταλήψεις εργοστασίων ανέβηκαν από πέντε το 1968 σε 24 το 1969. Και έπειτα εκτοξεύτηκαν σε 133 το 1970 και 339 το 1971.

Πλέον  οι εργάτες θεωρούσαν την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας σαν δικιά τους κυβέρνηση. Ο ίδιος ο Αλιέντε παρότρυνε τους εργάτες να πιστέψουν στο δημοκρατικό δρόμο προς τον Σοσιαλισμό. Ισχυριζόταν σε μια συνέντευξη η οποία δόθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1971, ότι « η κατάσταση στην Χιλή είναι τέτοια ώστε το Σύνταγμα μπορεί να αλλάξει μέσα από το ίδιο με όρους πλειοψηφίας.» Σε ένα λόγο που απεύθυνε πέντε μήνες αργότερα συνόψιζε την ουσία της στρατηγικής της Λαϊκής Ενότητας: «η ευελιξία του θεσμικού μας συστήματος μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι [το κράτος] δεν θα είναι ένα άκαμπτο εμπόδιο. Και όπως στην περίπτωση του νομικού μας συστήματος, θα υιοθετήσει τις νέες ανάγκες προκειμένου να δημιουργήσει, μέσα από συνταγματικές διαδικασίες, ένα νέο σύστημα θεσμών που απαιτούνται από το ξεπέρασμα του καπιταλισμού.»

 Ο Αλιέντε έφτασε σε αυτό τον λόγο στο σημείο να συμπεριλάβει «τις υπό δημοκρατική κυριαρχία Ένοπλες Δυνάμεις και αστυνομία» ανάμεσα στις δυνάμεις που θα υπερασπιστούν το Σύνταγμα και την νομιμότητα του κοινοβουλευτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό στην Χιλή. Ο ισχυρισμός ότι ο στρατός θα «σεβαστεί» το Σύνταγμα (δηλ. την προεδρία Αλιέντε), επαναλαμβανόταν συνεχώς από τους ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας και του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το μοιραίο πραξικόπημα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973.

Η απάντηση από το στρατόπεδο της αντίδρασης

Η αστική τάξη διεθνώς είχε ήδη πάρει το μήνυμα. Το διεθνές κεφάλαιο, καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ επέβαλε έναν άτυπο οικονομικό αποκλεισμό στην Χιλή ξεκινώντας την ημέρα μετά την εκλογή του Αλιέντε. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παναμερικανική Τράπεζα Επενδύσεων σταμάτησαν τις χρηματοδοτήσεις και η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέκοψε το πρόγραμμα δανεισμού.

Πολλοί από τους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων είχαν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά η ανάμειξη της CIA έφτασε πολύ πιο πέρα από αυτό το σημείο. Ένας πρώην διευθυντής της CIA αργότερα ενημέρωνε το Κογκρέσο ότι η CIA είχε δώσει 11 εκατομμύρια δολάρια σε Χιλιανούς πολιτικούς ανάμεσα στο 1962 και 1970, σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η εκλογή του Αλιέντε. Όταν ο Αλιέντε εκλέχτηκε παρά τις προσπάθειες, ο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος υπήρξε υπουργός εξωτερικών κατά την προεδρία Νίξον ενέκρινε την εκταμίευση «8 εκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ 1970 και 1973, για την “αποσταθεροποίηση” της οικονομίας, παρέχοντας χρήματα για απεργίες οργανωμένες από την δεξιά προκειμένου να πέσει η κυβέρνηση του Αλιέντε»


Στις 15 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος Νίξον διέταξε τον διευθυντή της CIA Richard Helms να αναλάβει δράση προκειμένου να εμποδίσει την άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία και να προετοιμάσει πραξικόπημα στην Χιλή. Ο Νίξον ενέκρινε 10 εκατομμύρια δολάρια και παραπάνω αν χρειαζόταν για την δράση των μυστικών υπηρεσιών και διευκρίνισε ότι οι καλύτεροι άντρες της CIA έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στην αποστολή.

Τρεις εβδομάδες μετά το επιτυχές στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοτσέτ, ένα σημείωμα του Αμερικάνικου Υπουργείου Άμυνας με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1973, αναφερόταν στις 11 Σεπτέμβρη σαν «την δικιά μας D-Day» και δήλωνε ότι «η κατάληψη του κράτους  στην Χιλή ήταν άψογη. Το ίδιο σημείωμα ανερυθρίαστα καυχιόταν ότι σε «λιγότερο από οχτώ ώρες από την έναρξη του πραξικοπήματος, ο Αλιέντε βρισκόταν νεκρός και το τριετές μαρξιστικό πείραμα τον συνόδευε στον τάφο. Σήμερα στην Χιλή μπορούν να βρεθούν ελάχιστοι που θα κλάψουν τον Αλιέντε ή τον Μαρξισμό» Και τι έκπληξη! Ένα σημείωμα του υπουργείου Εξωτερικών που στάλθηκε στις 16 Νοεμβρίου αναφέρει ότι ο αριθμός των ομαδικών εκτελέσεων κατά τη διάρκεια των 19 ημερών που ακολούθησαν το πραξικόπημα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος από των επίσημα αναγνωρισμένο αριθμό.

Τα cordones σε επαναστατική κατεύθυνση

Κοντά στα τέλη του 1971, η βρετανική εφημερίδα Socialist Worker ανέλυε την κατάσταση στην Χιλή σαν μια κατάσταση στην οποία τα γεγονότα έχουν φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής:
Ο Αλιέντε δεν μπορεί άλλο να ελπίζει ότι θα ικανοποιήσει ταυτόχρονα τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων και την εργατική τάξη. Θα πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο. Αλλά η μία πλευρά είναι οπλισμένη και η άλλη όχι. Και ο Αλιέντε δεν δείχνει καμιά απολύτως διάθεση να σπάσει την υπόσχεσή που έδωσε ένα χρόνο πριν στην μεσαία τάξη να μην «παρέμβει» στον κρατικό μηχανισμό. Αντίθετα θα χρησιμοποιήσει κατά πάσα πιθανότητα την επιρροή του, και εκείνη των γραφειοκρατών στα στηριζόμενα από εργάτες κόμματα και συνδικάτα, για να πείσει τους εργάτες να ζήσουν σε σκληρές συνθήκες και να διαβρώσει της μεταρρυθμίσεις του προηγούμενου χρόνου

Αυτό το σημαντικό χάσμα που άρχισε να δημιουργείται μεταξύ της κυβέρνησης του Αλιέντε και των εργατών και αγροτών των οποίων τα συμφέροντα υποτίθεται ότι προάσπιζε γίνεται φανερό από τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1972. Στην Melipilla στην αγροτική περιοχή του Maipú, το τοπικό δικαστήριο είχε επανελλειμένα σταματήσει απαλλοτριώσεις γης, παρά το ότι ήταν νόμιμες σύμφωνα με τον νέο νόμο. Μια διαδήλωση διαμαρτυρίας κατέληξε στην σύλληψη 44 ηγετικών μελών της ένωσης των αγρεργατών. Οι ίδιες οι συλλήψεις προκάλεσαν μια μαζική πορεία στο κέντρο του Σαντιάγκο, όπου οι διαδηλωτές απαίτησαν από τον Υπουργό Εσωτερικών, που επρόσκειντο στο ΚΚ την απελευθέρωση των 44 συλληφθέντων όπως επίσης και την απόλυση των δικαστικών. 

Αλλά η κυβέρνηση Αλιέντε δεν έκανε τίποτα. Μαθαίνοντας τα νέα για την μάχη στη Μελιπίγια, εργάτες από την γειτονική βιομηχανική περιοχή του Σερίγιος ψήφισαν την υποστήριξη τους στους εργάτες γης. Το Σερίγιος είναι ένα προάστιο του Σαντιάγκο και εκείνο τον καιρό είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργοστασίων στην Χιλή: 46.000 εργάτες σε 250 εργοστάσια. Οι βιομηχανικοί εργάτες πορεύτηκαν μαζί με τους εργάτες γης στην μαζική διαδήλωση απαιτώντας να δοθεί τέλος στην δικαιοσύνη των αστών στην Μελιπίγια. Μαζί συγκρότησαν το Κορντόν Σερίγιος-Μαϊπού. Τα cordones «ήταν οργανώσεις βάσης των εργατών σε βιομηχανικές περιοχές, συγκεντρώνοντας εργάτες από όλα τα εργοστάσια της περιοχής με σκοπό την οργάνωση της παραγωγής.»  Το cordon - κυριολεκτικά σημαίνει βιομηχανική ζώνη- ήταν το «παράδειγμα της Χιλής των οργάνων εξουσίας των εργατών που εμφανίζονται σε κάθε επαναστατική περίοδο» και «αντιπροσώπευαν την εργατική απάντηση στην αντικειμενική ανάγκη για αυτοοργάνωση.» Τον Ιούλιο το Cordon Σερίγιος-Μαϊπού  ανακοίνωσε το δικό του πολιτικό πρόγραμμα το οποίο βρίσκονταν αναμφισβήτητα σε επαναστατική κατεύθυνση.

1. Υποστήριξη της κυβέρνησης του προέδρου Αλιέντε μέχρι του σημείου που υπερασπίζεται τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις των εργατών.

2. Απαλλοτρίωση όλων των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και εκείνων με κεφάλαιο μεγαλύτερο από 14 εκατομμύρια εσκούδα, όπως επίσης και όλων των επιχειρήσεων οι οποίες είναι με οποιονδήποτε τρόπο στρατηγικής σημασίας, όλων εκείνων που ανήκουν σε ξένα κεφάλαια και όλων εκείνων που μποϋκοτάρουν την παραγωγή ή δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους εργάτες τους.

3. Εργατικός έλεγχος στην παραγωγή σε όλες τις επιχειρήσεις, τα αγροκτήματα, τα ορυχεία κ.ο.κ. μέσω συμβουλίων αντιπροσώπων, με αντιπροσώπους ανακλητούς από την βάση...

4. Δημιουργία Λαϊκής Συνέλευσης για να αντικαταστήσει το αστικό κοινοβούλιο.38

Το πρόγραμμα του cordon κινούνταν σε ξεκάθαρη επαναστατική κατεύθυνση, αλλά ακόμα έδινε την εμπιστοσύνη του στον Αλιέντε, ασκόντας πίεση στην  κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και η δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος απέρριψαν άμεσα τα cordones. Διέταξαν τα μέλη τους να τα μποϋκοτάρουν, επιμένοντας ότι όλη η δραστηριότητα των εργατών έπρεπε να συντονίζεται μέσα από την CUT. Για αυτό το λόγο το πρώτο cordon του Σερίγιος-Μαϊπού υπήρξε βραχύβιο. Θα ξαναέκανε την εμφάνισή του παρόλα αυτά, μαζί με καινούργια cordones, στην απεργία των ιδιοκτητών στις συγκοινωνίες τον Οκτώβριο του 1972 και στις κρίσιμες διεργασίες του Μαΐου/Ιουνίου του 1973.

Αυτό που προέκυψε με το Cordón του Σερίγιος-Μαϊπού , ήταν φυσικά η δυνατότητα δημιουργίας μία κατάστασης «δυαδικής εξουσίας», μέσα στην οποία τα cordones θα μπορούσαν να εξελιχθούν στην «μαγιά» μιας λαϊκής συνέλευσης και λαϊκής πολιτοφυλακής σε ένα νέο εργατικό κράτος υποσκελίζοντας το κογκρέσο και τις ένοπλες δυνάμεις του καπιταλιστικού κράτους. Έτσι, ο Αλιέντε στην ίδια ομιλία του στις 31 Ιουλίου, δεν άφησε καμία αμφιβολία σχετικά με την πίστη του στην αστική δημοκρατία και την αντίθεσή του στην ανάπτυξη των cordones.

Ο Αλιέντε ισχυρίστηκε ότι η ανάπτυξη αυτών των οργάνων διπλής εξουσίας στη Χιλή, θα ήταν μια πράξη «τεράστιας ανευθυνότητας» - δεδομένου ότι η κυβέρνηση ήδη εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Οι «συνετοί» επαναστάτες, υποστήριξε, δεν μπορούν να «αγνοούν το θεσμικό καθεστώς που διέπει την κοινωνία μας και το οποίο αποτελεί μέρος της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας».

Κατά την διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, ο Αλιέντε και οι ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας προσπαθούσαν να πείσουν τους εργαζομένους, για την αφοσίωση των ενόπλων δυνάμεων της Χιλής στο Σύνταγμα. Στις αρχές του 1971 ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Luis Corvalan, επέμενε ότι ο Χιλιανός «στρατός δεν μένει ανεπηρέαστος από τον καινούργιο άνεμο που πνέει στη Λατινική Αμερική και διαπερνά τα πάντα. Δεν είναι ένα σώμα ξένο προς το έθνος, δεν βρίσκεται στην υπηρεσία των αντεθνικών συμφερόντων. Θα πρέπει να κερδηθεί στον σκοπό της προόδου της Χιλής και να μην σπρωχτεί στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος.» 

Το Σεπτέμβριο του 1972, ένα χρόνο σχεδόν πριν από τη μέρα του επιτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος, ο ίδιος ο Αλιέντε κατήγγειλε την ιδέα της δημιουργίας εργατικής πολιτοφυλακής: «Δεν θα υπάρξουν άλλες ένοπλες δυνάμεις εδώ εκτός από εκείνες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, δηλαδή, το Στρατό, το Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία. Θα διαλύσω οτιδήποτε άλλο, εφόσον εμφανιστεί.’  Η προθυμία του Αλιέντε να βασιστεί στο στρατό και η άρνησή του να στηρίξει τα cordones σήμαινε ότι είχε γίνει εκείνος που αφόπλιζε τους εργάτες στον ταξικό αγώνα την ίδια ώρα που οι εργάτες είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν την επιθετικότητα της πλευράς της αντίδρασης σε πλήρη έκταση.

 Τα αμερικανοκίνητα λοκαουτς

Μέσα Διαμέσου του λοκάουτ των ιδιοκτητών μέσων μεταφοράς που άρχισε στις 11 Οκτωβρίου 1972, η αστική τάξη της χώρας επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τον έλεγχο της διανομής και να βάλει τον Αλιέντε σε θέση άμυνας. Σε πολλές περιοχές οι εργάτες είχαν καταφέρει να ελέγχουν την παραγωγή σε αξιοσημείωτο επίπεδο, αλλά σε γενικές γραμμές δεν ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν πάνω στα μέσα διανομής. Οι επιπτώσεις του λοκάουτ θα μπορούσαν να είναι άμεσες και καταστροφικές, αφού η έλλειψη μέσων μεταφοράς θα μπορούσε να έχει σταματήσει όλες τις προμήθειες. Επιπλέον, οι καταστηματάρχες έκλεισαν τα μαγαζιά τους σε υποστήριξη των ιδιοκτητών μέσων μεταφοράς. Γιατροί, δικηγόροι, οδοντίατροι και άλλοι επαγγελματίες συνεισέφεραν στο κλίμα πανικού συμμετέχοντας επίσης στο λοκάουτ.

Αλλά οι μάζες των εργατών πήραν τα πράγματα στα χέρια τους και εξασφάλισαν τη συνέχιση της κυκλοφορίας των προμηθειών, βγάζοντας στους δρόμους τα φορτηγά και οργανώνοντας τα δρομολόγια τους. Δημιούργησαν επιτροπές στα εργοστάσια για να οργανώσουν τη διανομή χωρίς αφεντικά και για να προστατεύσουν την παραγωγή από τα σαμποτάζ. Τεράστια πορείες και διαδηλώσεις οργανώθηκαν με τους εργάτες να φωνάζουν  «χτίστε, χτίστε τη Λαϊκή εξουσία». Με μια λέξη, τα cordones επανεμφανίστηκαν και έστρεψαν επιτυχώς το ρεύμα ενάντια στην εργοδοσία. Όπως εξήγησε ένας εργάτης σε εργοστάσιο συσκευασίας στο Σαντιάγκο «Δεν θα μας πούνε τα αφεντικά τι να κάνουμε. Ανοίξαμε τα καταστήματα, πήραμε τις πρώτες ύλες και απλώς συνεχίσαμε την παραγωγή - η παραγωγή εδώ δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή.»

Η εμπειρία της αντίστασης στους ιδιοκτήτες των μέσων μεταφοράς οδήγησε καταλυτικά στην διαμόρφωση  της ταξικής συνείδησης ανάμεσα στους εργάτες. Η κριτική μιας νεαρή εργάτριας στο ρεφορμισμό του Αλιέντε αντικατοπτρίζει τη διάθεση πολλών εργατών: «Νομίζω ότι ο σύντροφος Αλιέντε ήταν πολύ μαλακός, Λέει ότι το κάνει γιατί θέλει να αποφύγει τη βία, αλλά νομίζω ότι πρέπει να απαντήσουμε με μεγαλύτερη δύναμη , να τους τρομάξουμε μέχρι θανάτου. Αυτοί προσπαθούν να μας πάρουν πίσω ότι κερδίσαμε».

Αντιμέτωποι με μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μορφές εξουσίας -από τη μία την εξουσία της αστικής τάξης, και από την άλλη τη δύναμη των εργαζομένων και των cordones - ο Αλιέντε και η κυβέρνησή του διάλεξαν στρατόπεδο.

Η πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος

Το τελικό σημείο καμπής ήταν η 29η Ιουνίου 1973, όταν ο στρατηγός Roert Souper, έβγαλε τα τανκς του στους δρόμους του Σαντιάγο. Οι ανώτεροι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων θεώρησαν πρώιμες τις ενέργειες του Souper και δεν παρείχαν την υποστήριξή τους. Όμως, κανένα από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανοδημοκρατών, δεν επέκρινε την απόπειρα πραξικοπήματος. Ήταν ένας ξεκάθαρος οιωνός μιας πολύ πιο ανησυχητικής στρατιωτικής απειλής.

Για μια ακόμη φορά, εργατική τάξη κινητοποιήθηκε για να ματαιώσει την απόπειρα πραξικοπήματος. Η αντίδραση των εργατών ήταν και πάλι εκπληκτική. Εκατοντάδες εργοστάσια και γραφεία στο Σαντιάγο καταλήφθηκαν. Στις 30 Ιουνίου μια γιγαντιαία διαδήλωση ξεχύθηκε στους δρόμους. Στις επαρχιακές πόλεις, οι οποίες μέχρι τότε κινητοποιούνταν πολύ πιο αργά από ότι η πρωτεύουσα, ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια cordones...και τοπικά λαϊκά κέντρα αποφάσεων. Το Cordon του Σερίγιος άρχισε να παίρνει αποφάσεις λειτουργώντας ως εργατικό συμβούλιο...Ξαφνικά τα πάντα ήταν πιθανά. Ο εχθρός άρχισε να ταλαντεύεται συγχυσμένος.

Στις μέρες που ακολούθησαν, τα αριστερά κόμματα από το MIR μέχρι τους Σοσιαλιστές, απεύθυναν καλέσματα στους εργαζόμενους να προετοιμαστούν για να υπερασπιστούν τη κυβέρνηση με τα όπλα. Την ίδια στιγμή, εξακολουθούσαν να διακυρήσσουν την αφοσίωσή τους στην ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας.

Η ανάγκη για τους επαναστάτες να διαχωριστούν από τη Λαϊκή Ενότητα και να αξιώσουν μια ανεξάρτητη γραμμή -για να ενοποιήσουν και να εδραιώσουν τα cordones, να οπλίσουν την εργατική τάξη και να αποκρούσουν τους συμβιβασμούς του Αλιέντε με την αστική τάξη- ήταν τώρα πιο καθαρή από ποτέ. Ο Αλιέντε δεν άξιζε την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των εργατών. Στις αρχές του 1971 είχε ερωτηθεί δίχως περιστροφές για το πως θα αντιμετώπιζε μια πιθανή εξέγερση της δεξιάς και μια «αποφασιστικής σημασίας αντιπαράθεση, ένα βίαιο τέλος στην τρέχουσα κατάσταση της συνύπαρξης. Μια στρατιωτική εξέγερση για παράδειγμα...». Ο Αλιέντε είχε απαντήσει: « Αν αυτοί το ξεκινήσουν, θα απαντήσουμε, αλλά σε κάθε περίπτωση θα περιμένουμε μέχρι να συμβεί. Είμαστε σε εγρήγορση... Θα απαντήσουμε στην βία της αντίδρασης με επαναστατική βία, επειδή γνωρίζουμε ότι πρόκειται να σπάσουν τις συμφωνίες.» Αλλά αντί να κινηθεί βασισμένος σε αυτά τα σκληρά λόγια, στον απόηχο του πραξικοπήματος του Souper, ο Αλιέντε για μια ακόμη φορά στράφηκε στον στρατό.

Σε όλη τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου ο Αλιέντε επέτρεψε στον στρατό να χρησιμοποιήσει ένα νόμο ελέγχου της οπλοκατοχής του 1972 (ένα νόμο που ο ίδιος είχε υπογράψει) για να πραγματοποιήσει προληπτικές επιθέσεις σε λαϊκές οργανώσεις, cordones και συνδικάτα. Αναζητώντας να κατασχέσουν όπλα που οι εργάτες είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν και να αποθηκεύουν τις εβδομάδες μετά το πραξικόπημα του Ιουνίου, σχεδίαζε επίσης τις επιδρομές του με σκοπό να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό και να εκριζώσει τους επαναστάτες.

 Τον Αύγουστο ο Αλιέντε για μια ακόμη φορά προσκάλεσε τον στρατό στην κυβέρνηση του. Ένας από τους αξιωματικούς που πήρε αξίωμα αυτή τη φορά δεν ήταν άλλος από τον στρατηγό Augusto Pinochet. Σε όλα αυτά ο Αλιέντε απολάμβανε της συνεχούς υποστήριξης και ενθάρρυνσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής. Πράγματι, ο γενικός γραμματέας Corvalan σε ομιλία του μόλις 10 μέρες μετά το πραξικόπημα του Souper δήλωνε : «Εμείς συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε τον απόλυτα επαγγελματικό χαρακτήρα των ενόπλων δυνάμεων. Οι εχθροί τους δεν βρίσκονται στις τάξεις του λαού αλλά στο στρατόπεδο της αντίδρασης»

Με τις πράξεις τους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ο Αλιέντε και το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελεσματικά προετοίμαζαν τους εργάτες της Χιλής όχι για τη νίκη, αλλά για σφαγή. Καμιά αριστερή οργάνωση παρόλα αυτά δεν ανέλαβε την πρόκληση να σπάσει πολιτικά με την Λαϊκή Ενότητα. Με τους εργάτες σε εγρήγορση μετά το πραξικόπημα του Souper, θα ήταν δυνατόν να πετάξουν τον στρατό και την δεξιά στην άμυνα, να οπλίσουν την εργατική τάξη και να αφήσουν στην άκρη μια κυβέρνηση που είχε αποδείξει μέρα με τη μέρα ότι ήταν δεσμευμένη σε επικίνδυνους συμβιβασμούς. Ένα κόμμα πρόθυμο να δείξει μια ξεκάθαρη επαναστατική στρατηγική δεν εμφανίστηκε. Αντιθέτως το κύμα γύρισε στην ανάποδη κατεύθυνση.
«Υπήρχαν επαναστάτες αγωνιστές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτική καθοδήγηση των εργατών σε αντιπαράθεση με τις πολιτικές του Αλιέντε και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Όμως πολλοί ήταν ανενεργοί στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και η «αριστερίζουσα» ηγεσία τους συνέχιζε να ανέχεται τον Αλιέντε σαν μέλος της και προωθούσε τη γραμμή ότι μορφές Λαϊκής εξουσίας μπορούσαν να συνυπάρχουν με την υπάρχουσα κατάσταση. Η πιο σημαντική ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση ήταν το MIR και κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου προσέλκυσε... πολλούς αγωνιστές εργάτες από το εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος... Αλλά δεν ήταν παρά το 1972 όταν έδωσε πραγματική σημασία στην δουλειά στους βιομηχανικούς εργάτες που κρατούσαν το κλειδί για το μέλλον της Χιλής, και ακόμα και τότε φαίνεται ότι υπήρξε μια οργάνωση για τους εργάτες, παρά μια οργάνωση των εργατών».

Τα δύο μεγαλύτερα cordones, το Cordon του Σεριγιος και αυτό της Βικούνα-Μακένα, είχαν αρνηθεί τις εντολές από την επίσημη Συνομοσπονδία Εργατών (CUT), να παραδώσουν τα εργοστάσια που είχαν καταλάβει στα τέλη Ιουνίου. Η διαδήλωση των εργατών του Cordοn Βικούνα-Μακένα στις 19 Ιούλη είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο ενός μέλους του MIR. Ήταν γύρω από αυτό το περιστατικό όταν «η διαμάχη για τον ρόλο των cordones ήρθε στην επιφάνεια. Η δεξιά απαίτησε δράση εναντίων τους. Η CUT δήλωνε ότι τέτοια σώματα θα έπρεπε να λειτουργούν κάτω από την δικαιοδοσία της. Η αριστερά δίσταζε.»  Την κρίσιμη στιγμή το MIR αποδείχτηκε ανίκανο να αναγνωρίσει την επαναστατική σημασία των cordones ή να κατανοήσει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα γινόταν δυνατή μόνο στην βάση της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης της Χιλής.

Αντιθέτως άσκησε κριτική στα cordones σαν «παράλληλες οργανώσεις» οι οποίες θα έπρεπε να απορροφηθούν από την CUT. Το κόστος της σύγχυσης του MIR υπήρξε καταστροφικό. Τις κρίσιμες μέρες του Ιουλίου, η πολιτική στρατηγική του MIR γινόταν ολοένα και περισσότερο στείρος βερμπαλισμός . Μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε ανυπαρξία από τον Ιούλιο μέχρι το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.

Από τις αρχές Σεπτέμβρη, ο αμερικάνικος στρατός πραγματοποιούσε κοινές ασκήσεις με τις ένοπλες δυνάμεις της Χιλής. Η CIA είχε πάγια εντολή να ρίξει την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Μόλις σε λίγες μέρες οι Αμερικανοί κατάσκοποι θα δούλευαν χέρι χέρι με τους σφαγείς του Χιλιανού στρατού, για να εξολοθρέψουν την αντίσταση στο πραξικόπημα του Πινοσέτ. Όμως κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την μαζική κινητοποίηση των Χιλιανών εργατών - αν είχε υπάρξει ένα επαναστατικό κόμμα το οποίο θα ήταν ξεκάθαρο για την ανάγκη της συντριβής του παλιού κράτους και του περάσματος της εξουσίας στα χέρια τους. 

Αντίθετα μπροστά στις προσπάθειες του Αλιέντε να σταματήσει την εργατική τάξη και να δώσει το πράσινο φως στον στρατό να αφοπλίσει το κίνημα, οι εργάτες βρίσκονταν σε σύγχυση και είχαν πεσμένο ηθικό. Την ώρα του πραξικοπήματος του Πινοσέτ στις 11 Σεπτέμβρη ήταν ήδη πολύ αργά. Οι Χιλιανοί εργάτες ήξεραν ότι η Λαϊκή Ενότητα είχε προδώσει τις ελπίδες τους, αλλά δεν είχαν άλλη εναλλακτική.

Επίλογος

Το αιματηρό πραξικόπημα στην Χιλή έγινε ζήτημα της αριστεράς παγκόσμια. Εκατομμύρια ανθρώπων που είχαν εμπνευστεί από τον «ειρηνικό» δρόμο προς τον Σοσιαλισμό του Αλιέντε, θεώρησαν αναγκαίο να διδαχτούν από τ. Tο Κ.Κ. Χιλής, το οποίο σε όλη την περίοδο πριν το πραξικόπημα είχε σταθερά χαρακτηρίσει σαν «αντεπαναστατική» κάθε έκφραση μαζικής δράσης της εργατικής τάξης, συμπέρανε ότι το κίνημα είχε προχωρήσει «πάρα πολύ» και προκάλεσε τα αφεντικά. Το ακριβώς αντίθετο είναι αλήθεια. Οι Χιλιανοί εργάτες δεν πήγαν όσο μακριά θα έπρεπε.

Η αντικειμενική δύναμη των ταξικών αγώνων στη Χιλή της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας  δεν μπόρεσαν να στριμωχτούν στα καλούπια οποιασδήποτε ηγετικής ομάδας. Οι λαϊκές μάζες πήραν τις σοσιαλιστικές διακηρύξεις των ηγετών τους πολύ πιο σοβαρά απ’ότι τις επαιρναν οι ίδιοι οι ηγέτες τους. Δεν περίμεναν την λύση των προβλημάτων τους από τα νομοσχέδια που περνούσε η κυβέρνηση στο Κογκρέσο ούτε περιορίστηκαν στον στενό κορσέ ενός κεϋνσιανικου προγράμματος επανενεργοποίησης της οικονομίας, αλλά εξαπέλυσαν από την πρώτη στιγμή κατά κύματα επιθέσεις ενάντια στη κυρίαρχη τάξη, με γενικές απεργίες, καταλήψεις γης και εργοστασίων σχηματισμό λαΙκών εργατικών συμβουλίων και cordones κ.ο.k

Με τη σειρά της, η ανάταση και ο καλπαζων ριζοσπαστισμός της εργατικής τάξης προκάλεσε αντισυσπείρωση και ριζοσπαστικοποίηση των κυρίαρχων τάξεων, συνενώνοντας σε κοινό μπλόκ την αστικη τάξη  τους γαιοκτήμονες την εκκλησία και τη στρατιωτική ολιγαρχία. Το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοτσέτ και η στρατιωτική Χούντα που ακολούθησε έδειξαν ξεκάθαρα, ότι το δίλημμα που έμπαινε με τρόπο πολύ πρακτικό,  στο τραπέζι δεν ήταν φασισμός ή δημοκρατία αλλά  σοσιαλιστική επανάσταση η νίκη των δυνάμεων της αντίδρασηςκαι δικτατορία.

Η ιστορική εμπειρία της Χιλής, όπως και των Λαϊκών Μετώπων της δεκαετίας του 30 στην Ευρώπη, μαρτυρούν με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική χρεωκοπία του δημοκρατικού δρόμου προς τον Σοσιαλισμό όπως και της στρατηγικής των σταδίων που ακολούθησε η Κομμουνιστική Διεθνής,  αλλά όχι αυτής καθ’ εαυτήν της γραμμής της εργατικής κυβέρνησης. 

Αντίθετα, παρ’ όλες τις αντιφάσεις και τις οργανικές αδυναμίες τους, οι αριστερές κυβερνήσεις που προαναφέρθηκαν έπαιξαν ρόλο καταλύτη, ακόμη και ενάντια στη θέληση των ηγετών τους, για να φτάσουν οι εργατικές τάξεις των χωρών αυτών , πιο κοντά από κάθε άλλη φορά από την ίδρυση των Κομμουνιστικών Κομμάτων , στη σοσιαλιστική επανάσταση. Και μόνο τα ολέθρια λάθη –καρποί μιας ελλειμματικής στρατηγικής- των πολιτικών πρωταγωνιστών, συμπεριλαμβανομένου των ΚΚ (τα οποία σε Χιλή και Ισπανία βρέθηκαν δεξιότερα της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας) επέτρεψαν να στραγγαλιστεί η επαναστατική προοπτική στην κούνια της.
Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά, που ηγέτες αριστερών σχηματισμών φαίνονταν κατώτεροι των περιστάσεων. 

Μια από τις πρώτες ήταν τον Φεβρουάριο του 1886, σε επιστολή του Ένγκελς στον Γάλλο επαναστάτη και γαμπρό του Μάρξ, Πόλ Λαφάργκ,  για να χαιρετήσει ,για πρώτη φορά, την εμφάνιση μιας ανεξάρτητης, εργατικής σοσιαλιστικής τάσης στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. «Ο Ζ. δεν μου άφησε καμμία αμφιβολία ότι ο Κλεμανσό και τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας του, απορροφημένοι καθώς είναι από τις υπουργικές ίντριγκες, έχουν κολλήσει την αρρώστια του κοινοβουλευτισμού, ότι δεν μπορούν να δούν πλέον καθαρά τι συμβαίνει έξω από το παλάτι των Βουρβόνων και τον κήπο του Λουξεμβούργου, ότι εκεί εντοπίζονται στη συνείδηση τους, τα αποφασιστικά κέντρα του κινήματος  και ότι, στα μάτια τους, η εξωκοινοβουλευτική Γαλλία έχει μόνο δευτερεύουσα σημασία. Όλα αυτά μου έδωσαν το μέτρο για να κρίνω αυτούς τους κυρίους.
Εν ολίγοις, είδα ότι η αρχή του flectere si nequeo superos, Acheronta movebo, δεν είναι του γούστου τους. Οι πλάτες τους στηρίζονταν στα ίδια κοινοβουλευτικά έδρανα που φιλοξενούσαν κάποτε πολιτικούς σαν τους Ράνκ, Γαμβέτα και Σια. Αυτό που τους φοβίζει είναι ο προλεταριακός Αχέροντας».

Το απόφθεγμα του Ένγκελς είναι δανεισμένο από την Αινειάδα του Βιργηλίου. Σε μία περίφημη σκηνή , η Ήρα κηρύσσει πόλεμο μέχρις εσχάτων, λέγοντας ότι αν δεν καταφέρει να κάμψει τη βούληση των Θεών του Ολύμπου, θα ξεσηκώσει τις δυνάμεις του Κάτω Κόσμου (του Αχέροντα). Για τον Ένγκελς, οι Ριζοσπάστες, παρότι δεν καταφέρνουν να κάμψουν την βούληση του «Ολύμπου», της αστικής τους τάξης, δεν θα τολμήσουν να ξεσηκώσουν τον σκοτεινό «Αχέροντα» των υποτελών τάξεων, γιατί κατά βάση φοβούνται πως θα τους οδηγήσει πολύ μακρύτερα απ’ ότι θα μπορούσαν ποτέ οι ίδιοι να φανταστούν.

Ποιος θα έχει, λοιπόν, την τόλμη και την ικανότητα να ξεσηκώσει τον «Αχέροντα» της λαϊκής εξέγερσης και δημιουργικότητας της μόνης δύναμης που μπορεί να τσακίσει την άκαμπτη βούληση «των θεών του επάνω κόσμου» ; Το ερώτημα του Ένγκελς επανέρχεται, ζητώντας πιεστικά την απάντηση του. Ιδού η Ρόδος….


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
 Έρικ Χομπσμπάουμ, Η εποχή των άκρων
Δημήτρης Καλτσώνης, Η κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή 1970-1973 ΚΟΜΜΕΠ τεύχος 3 έτος 2000
Mike González, Chile 1972-73: The Workers United
Ian Roxborough, Philip O’Brien, και Jackie Roddick, Chile: The State and Revolution
Tom Lewis, Chile: The State and Revolution
Πόλ Λαφάργκ, Αναμνήσεις από τον Κ. Μαρξ και τον Φ. Ένγκελς 

Σχόλια

Popular Posts

Τα Τρολλογραφικά (18-2-20)

Της  Τρομο-γραφικής Οργάνωσης ΡΟΖΑ-ΕΚΜ  * Για να προστατευθεί η Ξάνθη από τους Τούρκους,αγοράστηκε από τον Ιβάν Σαββίδη. Το παραπάνω το ισχυρίστηκε μέλος της ΕΕΑ. Με τούτη τη λογική,ο ΠΑΣ Γιάννενα απειλείται από Αλβανούς επενδυτές,η Κέρκυρα από Ιταλούς,κι ο ΟΦΗ από τις δυνάμεις του Χαφτάρ.

Tα Τρολλογραφικά (23-04-18)

Της Τρομο-γραφικής Οργάνωσης ΡΟΖΑ-ΕΚΜ * Το κείμενο αποχώρησης από τη ΔΕΑ, το υπογραφούν 68 αγωνιστές-αγωνίστριες. Μακάρι οι σύντροφοι να έβρισκαν ακόμα ένα άτομο προκειμένου η αποχώρηση αυτή να καταγραφεί ως η πιο σέξυ αποχώρηση-διάσπαση στην ιστορία της Αριστεράς.

Σοβιετική Ένωση και νέες τεχνολογίες

Του Δημήτρη Μιλάνου Η Σοβιετική ένωση που οραματίσθηκαν οι πρωτεργάτες της, οι μπολσεβίκοι επαναστάτες, είχε στο κέντρο της τoν άνθρωπο και τις ανάγκες του. Για να μπορέσουν αυτές να καλυφθούν ήταν απαραίτητη η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών. Η ΕΣΣΔ είχε  σαν στόχο να χαράξει τον υπερεθνικό διαφωτισμό, την νεωτερικότητα και τον ορθολογισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι μια αγροτική κατά το μεγαλύτερο κομμάτι χώρα, κατάφερε σε 40 χρόνια να εκτοξεύσει πρώτη στο διάστημα δορυφόρο αλλά και να καταφέρει ισότητα στο τομέα της “Πυρηνικής” δυναμικής με τις ΗΠΑ. Παρ' όλα αυτά υπήρξαν τομείς που απέτυχε παταγωδώς. Από την Βιολογία και την Γενετική το διάστημα ΄30 με ΄50 έως την δεκαετία του ‘80 και μετά που έμεινε αρκετά πίσω κατά την ψηφιακή επανάσταση. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι γι’αυτό; Αυτοί την ερώτηση θα κληθούμε να απαντήσουμε στα επόμενα άρθρα.